Στην τάξη και στο σπίτι, μια από τις πιο συχνές και παρεξηγημένες δυσκολίες είναι η εξής: το παιδί διαβάζει την άσκηση, μοιάζει να έχει κάνει μάθημα, ενίοτε γνωρίζει τη σχετική θεωρία, αλλά παρ’ όλα αυτά είτε ξεκινά λάθος, είτε απαντά σε κάτι άλλο από αυτό που ζητείται, είτε αφήνει κενά επειδή «δεν κατάλαβε τι θέλει». Συχνά ακούγεται η φράση: «Ξέρει, αλλά δεν το κάνει σωστά». Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόβλημα δεν βρίσκεται στη γνώση. Βρίσκεται στην κατανόηση της εκφώνησης.
Η εκφώνηση, δηλαδή η διατύπωση του ζητούμενου, είναι ένα μικρό κείμενο υψηλής πυκνότητας. Περιέχει πληροφορίες, απαιτήσεις, όρους, χρονικές ή λογικές σχέσεις και συνήθως περισσότερα από ένα βήματα. Για ένα παιδί με ευάλωτες μαθησιακές δεξιότητες, η εκφώνηση μπορεί να γίνει το βασικό εμπόδιο πριν καν αρχίσει η πραγματική δουλειά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να φαίνεται ότι «κάνει λάθη από απροσεξία», ενώ στην πραγματικότητα δυσκολεύεται να επεξεργαστεί τι ακριβώς ζητείται.
Στο άρθρο αυτό θα δούμε τι σημαίνει πρακτικά «δεν καταλαβαίνει την εκφώνηση», γιατί οι εκφωνήσεις είναι γνωστικά απαιτητικές και ποιοι μηχανισμοί μάθησης επηρεάζουν αυτή την ικανότητα. Στόχος είναι να αποκτήσει ο ενήλικας μια πιο καθαρή εικόνα του προβλήματος, ώστε η υποστήριξη να είναι στοχευμένη και να μειώνει την απογοήτευση του παιδιού, αντί να την αυξάνει.
Βασικά Σημεία-Κλειδιά
- Η κατανόηση εκφώνησης απαιτεί συνδυασμό γλωσσικής κατανόησης, μνήμης και οργάνωσης της σκέψης.
- Η δυσκολία στις εκφωνήσεις εμφανίζεται συχνά σε μαθησιακές δυσκολίες, ακόμη κι όταν το παιδί έχει κατακτήσει μέρος της ύλης.
- Η αποτελεσματική υποστήριξη στοχεύει στο «πώς διαβάζω και αναλύω το ζητούμενο» πριν περάσω στη λύση.
Τι σημαίνει «δεν καταλαβαίνει την εκφώνηση» στην πράξη

Η δυσκολία αυτή δεν εκφράζεται πάντα ως ξεκάθαρο «δεν καταλαβαίνω». Πολλά παιδιά δεν έχουν τη μεταγνωστική ικανότητα να εντοπίσουν πού ακριβώς χάνεται το νόημα. Έτσι, μπορεί να φαίνεται ότι δεν προσέχουν, ότι βιάζονται ή ότι «δεν διάβασαν καλά». Στην πραγματικότητα, συχνά συμβαίνουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
- Το παιδί διαβάζει την εκφώνηση, αλλά ξεκινά απαντώντας σε ένα μόνο μέρος της και αγνοεί τα υπόλοιπα ζητούμενα.
- Επιλέγει μια λέξη-κλειδί (π.χ. «βρες», «γράψε», «υπολόγισε») και ξεκινά μηχανικά, χωρίς να καταλάβει το πλαίσιο.
- Μπερδεύει το «τι ζητά» με το «τι θυμάται» από παρόμοιες ασκήσεις και εφαρμόζει λάθος διαδικασία.
- Στα μαθηματικά, εστιάζει στους αριθμούς και προσπερνά τις σχέσεις και τις πληροφορίες που καθορίζουν τη λύση.
- Στη γλώσσα, απαντά με φράσεις που σχετίζονται με το κείμενο, αλλά όχι με τη συγκεκριμένη ερώτηση ή το ζητούμενο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι κρίσιμο να καταλάβουμε ότι η εκφώνηση δεν είναι απλώς «κάτι που διαβάζουμε». Είναι κάτι που πρέπει να επεξεργαστούμε: να ξεχωρίσουμε το σημαντικό από το δευτερεύον, να κρατήσουμε στο μυαλό μας τα δεδομένα και να οργανώσουμε μια σειρά ενεργειών.
Γιατί οι εκφωνήσεις είναι τόσο απαιτητικές γνωστικά
Ακόμη και μια σύντομη εκφώνηση μπορεί να περιλαμβάνει πολλαπλά επίπεδα επεξεργασίας. Για να την κατανοήσει το παιδί, χρειάζεται να συμβούν ταυτόχρονα τα εξής:
- Γλωσσική κατανόηση: να κατανοήσει το λεξιλόγιο, τη γραμματική δομή και τις σχέσεις μέσα στην πρόταση.
- Εντοπισμός ζητούμενου: να ξεχωρίσει τι ακριβώς πρέπει να κάνει και τι δεν χρειάζεται άμεσα.
- Διατήρηση πληροφοριών: να κρατήσει ενεργά τα δεδομένα, ειδικά όταν είναι πολλά ή εμφανίζονται διάσπαρτα στο κείμενο.
- Οργάνωση βημάτων: να μετατρέψει την εκφώνηση σε μια ακολουθία ενεργειών (π.χ. πρώτα βρίσκω αυτό, μετά γράφω εκείνο).
- Έλεγχος και αυτοπαρακολούθηση: να ελέγξει αν αυτό που κάνει ανταποκρίνεται στο ζητούμενο και να διορθώσει πορεία αν χρειάζεται.
Αν ένα παιδί δυσκολεύεται σε έναν από αυτούς τους άξονες, η κατανόηση της εκφώνησης γίνεται ασταθής. Και όταν η κατανόηση της εκφώνησης είναι ασταθής, δεν έχει σημασία πόσο καλά γνωρίζει την ύλη. Θα κάνει λάθος εργασία, θα ακολουθήσει λάθος βήματα ή θα παραδώσει μισό αποτέλεσμα.
Ποιοι μαθησιακοί μηχανισμοί εμπλέκονται
Η δυσκολία στις εκφωνήσεις είναι ένα σημείο όπου συναντιούνται διαφορετικές μαθησιακές διεργασίες. Δεν είναι χρήσιμο να την αποδώσουμε σε μία μόνο αιτία. Είναι πιο βοηθητικό να δούμε ποια λειτουργία «σπάει» περισσότερο στην επεξεργασία του ζητούμενου.
Γλωσσική κατανόηση
Πολλές εκφωνήσεις περιέχουν σύνθετες δομές: προτάσεις με δευτερεύουσες πληροφορίες, χρονικές σχέσεις («πριν», «μετά», «αφού»), αιτιακές συνδέσεις («επειδή», «ώστε») ή όρους που δεν χρησιμοποιούνται συχνά στην καθημερινή ομιλία.
Ένα παιδί μπορεί να δυσκολεύεται:
- με λέξεις που έχουν ειδική σχολική σημασία («υπογραμμίζω», «αιτιολογώ», «συμπεραίνω», «εντοπίζω»),
- με προτάσεις που περιέχουν περισσότερα από ένα ζητούμενα,
- με την κατανόηση του τι είναι δεδομένο και τι ζητούμενο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί δεν «τεμπελιάζει». Δεν διαθέτει επαρκή γλωσσικά εργαλεία για να αποκωδικοποιήσει το νόημα του σχολικού λόγου.
Μνήμη εργασίας
Η μνήμη εργασίας είναι κρίσιμη επειδή η εκφώνηση απαιτεί να κρατηθούν ενεργά πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα. Όταν η μνήμη εργασίας επιβαρύνεται, το παιδί μπορεί:
- να ξεκινήσει, αλλά να ξεχάσει τι έλεγε η δεύτερη πρόταση,
- να κρατήσει μόνο το τελευταίο κομμάτι και να χάσει το πρώτο,
- να μπερδέψει τα δεδομένα ή να τα αντικαταστήσει με κάτι «παρόμοιο» που θυμάται.
Αυτό φαίνεται συχνά στα προβλήματα μαθηματικών, όπου χρειάζεται να κρατηθούν αριθμοί, σχέσεις και ζητούμενο. Αν χαθεί ένα μέρος, η λύση καταρρέει.
Εκτελεστικές λειτουργίες
Ακόμη και όταν η γλώσσα είναι κατανοητή και η μνήμη εργασίας επαρκεί, το παιδί χρειάζεται εκτελεστικές δεξιότητες για να οργανώσει τη σκέψη του. Αυτές περιλαμβάνουν:
- την ικανότητα να εντοπίσει τι είναι σημαντικό,
- την αναστολή της παρόρμησης να ξεκινήσει αμέσως «ό,τι θυμάται»,
- τον σχεδιασμό βημάτων,
- τον έλεγχο ότι αυτό που κάνει αντιστοιχεί στο ζητούμενο.
Όταν αυτές οι δεξιότητες είναι ευάλωτες, το παιδί μπορεί να διαβάζει, αλλά να ξεκινά πριν καταλάβει. Μπορεί να απαντά βιαστικά, να χάνει το δεύτερο ζητούμενο ή να μην ελέγχει αν απάντησε σωστά.
Πού φαίνεται πιο έντονα και γιατί το παιδί «ξέρει αλλά δεν αποδίδει»

Η δυσκολία κατανόησης εκφωνήσεων φαίνεται συχνά πιο έντονα σε:
- Μαθηματικά προβλήματα: επειδή απαιτούν γλωσσική κατανόηση και ταυτόχρονα αριθμητική επεξεργασία.
- Γλώσσα / κατανόηση κειμένου: επειδή οι ερωτήσεις συχνά ζητούν συμπέρασμα, αιτιολόγηση ή σύγκριση, όχι απλή αναπαραγωγή.
- Μελέτη/Ιστορία/Φυσικές επιστήμες: επειδή οι εκφωνήσεις έχουν πολλαπλά ζητούμενα και ειδικό λεξιλόγιο.
- Τεστ και διαγωνίσματα: επειδή ο χρόνος και το άγχος μειώνουν περαιτέρω τη διαθέσιμη γνωστική χωρητικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα παιδί μπορεί να φαίνεται «ασταθές»: να τα πηγαίνει καλά σε προφορική εξήγηση ή σε απλούστερες ασκήσεις, αλλά να καταρρέει όταν η εκφώνηση είναι πιο σύνθετη. Αυτό δεν είναι αντίφαση. Είναι ένδειξη ότι η δυσκολία βρίσκεται στη γέφυρα ανάμεσα στη γνώση και στην εφαρμογή της, δηλαδή στην επεξεργασία του ζητούμενου.
Τι ΔΕΝ σημαίνει ότι το παιδί δεν καταλαβαίνει τις εκφωνήσεις
Όταν ένα παιδί δυσκολεύεται συστηματικά με τις εκφωνήσεις, συχνά ακολουθούν ερμηνείες που δεν βοηθούν ούτε το ίδιο ούτε το περιβάλλον του. Είναι σημαντικό να αποσαφηνίσουμε τι δεν υποδηλώνει αυτή η δυσκολία, ώστε η υποστήριξη να βασίζεται σε κατανόηση και όχι σε πίεση.
Δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν διάβασε. Πολλά παιδιά διαβάζουν την εκφώνηση περισσότερες από μία φορές, αλλά δεν μπορούν να οργανώσουν το νόημά της. Η επανάληψη χωρίς στρατηγική δεν οδηγεί απαραίτητα σε καλύτερη κατανόηση.
Δεν σημαίνει έλλειψη προσπάθειας. Συχνά το παιδί καταβάλλει μεγάλη γνωστική προσπάθεια απλώς για να κατανοήσει τι ζητείται. Αυτό το «αόρατο» φορτίο δεν φαίνεται στο αποτέλεσμα, αλλά είναι υπαρκτό και κουραστικό.
Δεν σημαίνει χαμηλή νοημοσύνη. Η κατανόηση εκφωνήσεων δεν είναι δείκτης νοητικής ικανότητας. Είναι σύνθετη δεξιότητα επεξεργασίας πληροφοριών, που μπορεί να είναι ευάλωτη ακόμη και σε παιδιά με καλές γνωστικές δυνατότητες.
Τέλος, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα λύνεται με περισσότερη πίεση. Η πίεση συνήθως αυξάνει το άγχος, μειώνει τη μνήμη εργασίας και δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την κατανόηση του ζητούμενου.
Πώς σχετίζεται η δυσκολία στις εκφωνήσεις με τις μαθησιακές δυσκολίες

Η κατανόηση εκφωνήσεων αποτελεί ένα από τα σημεία όπου συχνά αποκαλύπτονται μαθησιακές δυσκολίες που δεν είναι άμεσα ορατές. Σε αρκετά παιδιά, η δυσκολία αυτή λειτουργεί ως «προειδοποιητικό σημάδι» ότι κάτι στη μαθησιακή επεξεργασία δεν λειτουργεί ομαλά.
Σε περιπτώσεις δυσλεξίας, η ανάγνωση της εκφώνησης μπορεί να απορροφά μεγάλο μέρος της διαθέσιμης γνωστικής ενέργειας. Το παιδί επικεντρώνεται στο να διαβάσει σωστά τις λέξεις και δεν του απομένουν επαρκείς πόροι για να επεξεργαστεί το νόημα. Έτσι, ενώ η εκφώνηση έχει διαβαστεί, δεν έχει πραγματικά κατανοηθεί.
Σε παιδιά με γλωσσικές δυσκολίες, το πρόβλημα εντοπίζεται συχνά στη δομή και στο λεξιλόγιο των εκφωνήσεων. Οι σχολικές διατυπώσεις είναι πιο σύνθετες από την καθημερινή γλώσσα και απαιτούν κατανόηση αφηρημένων εννοιών, χρονικών σχέσεων και ειδικών ρημάτων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνεία του ζητούμενου.
Σε μεικτά μαθησιακά προφίλ, η δυσκολία στις εκφωνήσεις μπορεί να σχετίζεται με μνήμη εργασίας και εκτελεστικές λειτουργίες. Το παιδί δυσκολεύεται να κρατήσει όλα τα στοιχεία της εκφώνησης ενεργά, να τα ιεραρχήσει και να σχεδιάσει τη λύση. Το αποτέλεσμα είναι συχνά ασυνεπής επίδοση: άλλοτε τα καταφέρνει, άλλοτε όχι.
Η κρίσιμη παρατήρηση εδώ είναι ότι η δυσκολία κατανόησης εκφωνήσεων δεν αποτελεί από μόνη της διάγνωση, αλλά ένα λειτουργικό χαρακτηριστικό που εμφανίζεται συχνά στο πλαίσιο μαθησιακών δυσκολιών. Η αναγνώρισή της βοηθά να εστιαστεί η υποστήριξη στο σωστό σημείο.
Πώς μπορεί να υποστηριχθεί το παιδί στην κατανόηση των εκφωνήσεων
Η υποστήριξη είναι πιο αποτελεσματική όταν στοχεύει στην επεξεργασία της εκφώνησης πριν το παιδί ξεκινήσει να απαντά. Στόχος δεν είναι να του δοθεί η λύση, αλλά να διδαχθεί πώς να «διαβάζει» το ζητούμενο με λειτουργικό τρόπο.
Ανάλυση της εκφώνησης σε βήματα
Αντί η εκφώνηση να αντιμετωπίζεται ως ένα ενιαίο κείμενο, βοηθά να «σπάει» σε μικρότερα μέρη. Το παιδί μπορεί να μάθει να εντοπίζει πρώτα τι του ζητείται και στη συνέχεια ποια δεδομένα του δίνονται. Αυτή η διαδικασία μειώνει το γνωστικό φορτίο και αυξάνει την ακρίβεια.
Εντοπισμός λέξεων-κλειδιών
Η επισήμανση ρημάτων και όρων που καθορίζουν το ζητούμενο (π.χ. «εξήγησε», «σύγκρινε», «υπολόγισε») βοηθά το παιδί να καταλάβει τι είδους απάντηση απαιτείται. Με τον καιρό, το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει μοτίβα στις εκφωνήσεις.
Αναδιατύπωση με δικά του λόγια
Η αναδιατύπωση είναι ένας ισχυρός τρόπος ελέγχου κατανόησης. Όταν το παιδί μπορεί να πει τι ζητά η άσκηση με απλά λόγια, αυξάνεται η πιθανότητα να απαντήσει σωστά. Αν δυσκολεύεται να αναδιατυπώσει, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η εκφώνηση δεν έχει γίνει κατανοητή.
Οπτική υποστήριξη και δομή
Η χρήση απλών πινάκων, σημειώσεων ή checklist μπορεί να βοηθήσει το παιδί να κρατήσει τα βήματα της εκφώνησης οργανωμένα. Η οπτική δομή λειτουργεί ως «εξωτερική μνήμη» και μειώνει την πίεση στη μνήμη εργασίας.
Έλεγχος πριν την απάντηση
Μια σύντομη παύση πριν την έναρξη της λύσης, όπου το παιδί ελέγχει αν κατάλαβε τι ζητείται, μπορεί να προλάβει πολλά λάθη. Αυτή η πρακτική ενισχύει και την αυτοπαρακολούθηση, βασική δεξιότητα για τη μαθησιακή αυτονομία.
Πότε χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση

Η περιστασιακή δυσκολία στις εκφωνήσεις είναι αναμενόμενη, ιδιαίτερα όταν οι απαιτήσεις αυξάνονται. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η δυσκολία είναι συστηματική και επηρεάζει τη σχολική λειτουργικότητα.
Είναι χρήσιμο να εξεταστεί περαιτέρω όταν:
- το παιδί δυσκολεύεται σε εκφωνήσεις σε όλα σχεδόν τα μαθήματα,
- η κατανόηση βελτιώνεται σημαντικά μόνο όταν η εκφώνηση εξηγείται από ενήλικα,
- παρατηρείται έντονη απογοήτευση ή αποφυγή σχολικών εργασιών,
- η επίδοση δεν αντικατοπτρίζει τη γνώση που δείχνει προφορικά.
Η αξιολόγηση από ειδικό μπορεί να βοηθήσει να αποσαφηνιστούν οι μηχανισμοί που δυσκολεύουν το παιδί και να σχεδιαστεί στοχευμένη υποστήριξη, τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι.
Συμπεράσματα
Η κατανόηση των εκφωνήσεων είναι μια σύνθετη μαθησιακή δεξιότητα που συχνά υποτιμάται. Όταν το παιδί δεν καταλαβαίνει τι του ζητείται, το πρόβλημα δεν βρίσκεται απαραίτητα στη γνώση, αλλά στον τρόπο επεξεργασίας του ζητούμενου. Η αναγνώριση αυτής της δυσκολίας επιτρέπει μια διαφορετική προσέγγιση στη μάθηση, πιο υποστηρικτική και λιγότερο τιμωρητική.
Με τη σωστή καθοδήγηση, τη δομή και την κατανόηση των υποκείμενων μαθησιακών μηχανισμών, το παιδί μπορεί να μάθει να προσεγγίζει τις εκφωνήσεις με μεγαλύτερη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα. Αυτό όχι μόνο βελτιώνει την επίδοση, αλλά προστατεύει και τη σχέση του παιδιού με το σχολείο και τη μάθηση.
Συχνές Ερωτήσεις (FAQ)
Είναι θέμα προσοχής όταν το παιδί δεν καταλαβαίνει τις εκφωνήσεις;
Όχι πάντα. Η προσοχή μπορεί να επηρεάζει, αλλά συχνά εμπλέκονται γλωσσικοί και οργανωτικοί μηχανισμοί που σχετίζονται με μαθησιακές δυσκολίες.
Γιατί καταλαβαίνει όταν του εξηγώ προφορικά;
Η προφορική εξήγηση μειώνει το γνωστικό φορτίο, απλοποιεί τη γλώσσα και επιτρέπει άμεσες διευκρινίσεις, κάτι που διευκολύνει την κατανόηση.
Σε ποια ηλικία φαίνεται πιο έντονα αυτή η δυσκολία;
Συνήθως γίνεται πιο εμφανής από τις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού και μετά, όταν οι εκφωνήσεις γίνονται πιο σύνθετες.
Πώς μπορώ να βοηθήσω χωρίς να του λέω τη λύση;
Εστιάζοντας στην ανάλυση της εκφώνησης, στην αναδιατύπωση και στον έλεγχο κατανόησης πριν την απάντηση.
Πότε είναι απαραίτητη η αξιολόγηση;
Όταν η δυσκολία είναι σταθερή, γενικευμένη και επηρεάζει σημαντικά τη σχολική επίδοση και την αυτοεκτίμηση του παιδιού.
Πρωτότυπο περιεχόμενο από την ομάδα συγγραφής του Upbility. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή αυτού του άρθρου, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς αναφορά στον εκδότη.
Βιβλιογραφία
- Swanson, H. L. (2011). Working memory and learning disabilities.
- Snowling, M. & Hulme, C. (2012). Reading comprehension and language difficulties.
- Gathercole, S. & Alloway, T. (2008). Working memory and learning in the classroom.
- DSM-5-TR. Specific Learning Disorder.